φλεβίτιδα

φλεβίτιδα
Φλεγμονή μιας φλέβας, που σχεδόν πάντα ακολουθείται από τον σχηματισμό ενός θρόμβου στον αυλό της, εξαιτίας προοδευτικής εναπόθεσης αιμοπεταλίων ινικής και εμμόρφων στοιχείων του αίματος στα τοιχώματα της φλέβας που έχουν αλλοιωθεί από την παθολογική διεργασία. Μερικές φορές η θρόμβωση συμβαίνει λόγω αλλοίωσης της σύστασης του αίματος ή επιβράδυνσης της κυκλοφορίας σε φλέβες που αρχικά ήταν υγιείς· η κατάσταση αυτή ονομάζεται φλεβοθρόμβωση. Η συμπτωματολογία των φλεβίτιδων εξαρτάται από τα αίτια της φλεγμονής (πυρετός, πόνος τοπικά, επηρεασμός της γενικής κατάστασης) και από το εμπόδιο που δημιουργείται στη φλεβική κυκλοφορία από τη θρόμβωση (οίδημα κάτω από το εμπόδιο). Βαριά επιπλοκή όλων των φ. είναι η πιθανότητα εισόδου του θρόμβου ή τμημάτων του στην κυκλοφορία με πρόκληση εμβολής, συχνότερα στους πνεύμονες.
* * *
η, Ν
(ιατρ.-κτην.) οξεία ή χρόνια, συνήθως περιγεγραμμένη, φλεγμονή τού τοιχώματος μιας φλέβας, που συνδυάζεται συχνά με ύπαρξη ή σχηματισμό θρόμβου στο εσωτερικό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebite < φλέβα + κατάλ. -ίτιδα*. Η λ., στον λόγιο τ. φλεβῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλεβίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των τοιχωμάτων των φλεβών, αυτή που προσβάλλει συνήθως τα κάτω άκρα, προκαλεί τοπική στάση του αίματος και μπορεί να προξενήσει το σχηματισμό θρόμβου: Συφιλιδική φλεβίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπληνοφλεβίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεβίτιδα στη σπληνική φλέβα που προκαλεί σπληνομεγαλία και ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας από το κοιλιακό τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenophlebite (< σπλήνα + φλεβίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • περιφλεβίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού έξω χιτώνα μιας φλέβας και τού γύρω συνδετικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periphlebitis (< περι * + φλεβίτιδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”